Μια μέρα, θα διηγούμαστε αυτήν τη συναυλία των Iron Maiden στα παιδιά μας. Βρεθήκαμε κι εμείς στην Μαλακάσα για το καλύτερο εν Ελλάδι show του ιστορικού συγκροτήματος.
Βρισκόμαστε στην Ηλιούπολη, στο σπίτι του Βασίλη του γείτονα του κολλητού μου του Ανδρέα, και τραγουδάμε σαν μανιασμένοι το ‘Fear of the Dark’. Στην αρχή αγκαλιασμένοι για το ‘I am a man who walks alone’ και στη συνέχεια η αγκαλιά σπάει και αρχίζουμε να σπρωχνόμαστε και να χοροπηδάμε. Το ξέρουμε όλο απ’ έξω και σε λίγες ώρες ετοιμαζόμαστε να το ακούσουμε για δεύτερη φορά ζωντανά, ενώ ακόμα δεν έχουμε μπει καν στο Λύκειο.
Τη φάση μέταλ την πέρασα πολύ έντονα στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Διάβαζα Metal Hammer, αγόραζα CD δίνοντας προτεραιότητα στα συλλεκτικά με το χάρτινο εξώφυλλο, πήγαινα στην μέταλ ημέρα του Rockwave και φορούσα μαύρες μπλούζες με στάμπες από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα. Οι Iron Maiden ήταν πολύ ψηλά στη λίστα με αυτά που αγαπούσα. Είχα τουλάχιστον τρεις μπλούζες τους, όλα τους τα άλμπουμ μέχρι και το ‘A Brave New World’ και έτρεφα τεράστιο σεβασμό στον Bruce Dickinson, τον Steve Harris και την υπόλοιπη παρέα.
Τα χρόνια πέρασαν, τα μουσικά μου γούστα άλλαξαν, όμως οι Maiden είχαν πάντα μια ειδική θέση στις αναμνήσεις και την καρδιά μου. Δεν θα έβαζα συχνά να ακούσω ένα τραγούδι τους, όταν όμως το έκανα, ήταν σαν να ξεκλειδώνω ένα μυστικό μονοπάτι προς τα νιάτα μου. Ο Ανδρέας, ο Βασίλης, ο Αποστόλης, ο Νίκος, χόρευαν ξανά μαζί μου, το ‘Wasting Love’ σήμαινε ακόμα τόσα πολλά κι ας μην αφορούσε πια το ίδιο κορίτσι, το ‘Wasted Years’ άρχιζε ξαφνικά να σημαίνει περισσότερα.
Όταν λοιπόν πριν από μερικούς μήνες, ανακοινώθηκε πως οι Βρετανοί θα επισκεφτούν ξανά την Ελλάδα για την τρίτη και τελευταία ημέρα του Rockwave Festival στα πλαίσια μιας περιοδείας-ωδή στην ιστορία της μπάντας, την ‘Legacy of the beast’, δεν το σκέφτηκα δευτερόλεπτο. Όφειλα να είμαι εκεί, στην εφηβεία μου, στις σκισμένες πια μπλούζες και στα σκονισμένα CD στο πατρικό μου, τα οποία δεν έχω σκεφτεί ποτέ να πετάξω.
Απ’ ό,τι φάνηκε, όφειλαν να είναι εκεί και άλλοι 36.000 άνθρωποι. Από εξηντάρηδες που πιθανότατα θυμούνται μέχρι και τον Di’Anno στην μπάντα, μέχρι πιτσιρίκια και μικρά παιδιά που δεν πρόλαβαν τους Maiden στα πιο παραγωγικά τους χρόνια, αλλά έστω και τώρα, είχαν την ευκαιρία να αντιληφθούν από κοντά το μέγεθος και την κληρονομιά τους. Γιατί οι Iron Maiden δεν είναι μία μετάλ μπάντα, είναι το μέταλ το ίδιο και ο Bruce δεν είναι απλά ένας χαρισματικός frontman αλλά μιας από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην ιστορία αυτής -και όχι μόνο- της μουσικής.
Όλα αυτά, ήρθαν να μας τα αποδείξουν το βράδυ της Παρασκευής, σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά show που έχουμε δει ποτέ στη χώρα μας. Δεν χρειάζονταν παρά μερικά λεπτά για να το αντιληφθείς. Μόλις στη σκηνή εμφανίστηκε το Spitfire και ακούστηκαν τα λόγια του Churchill, άναψαν οι πρώτες φωτοβολίδες και ο εξηντάρης Dickinson όρμησε στη σκηνή με πάθος εικοσάρη τραγουδώντας το ‘Aces High’, όλοι καταλάβαμε ότι θα ζήσουμε μια βραδιά βγαλμένη από το παρελθόν. Η συνέχεια με το ‘Where Eagles Dare’ και το ‘2 Minutes to Midnight’ ήταν καυτή, όσο το σκηνικό διαρκώς άλλαζε και μαζί κι ο Bruce, ο οποίος έμπαινε σε άλλο κοστούμι και ρόλο για κάθε κομμάτι. Τότε ήρθε και η πρώτη και τελευταία φορά κατά την οποία απευθύνθηκε σε εμάς, για να μιλήσει για την Ελλάδα αλλά και για τους Maiden, αφήνοντας όμως τα τραγούδια να πουν την ιστορία του συγκροτήματος. Προλόγισε το ‘Clansman’ αναφέροντας τον William Wallace κι όσο ο κόσμος φώναζε ‘Freedom’, εγώ θυμόμουν πως είχα μια μεγάλη σκωτσέζικη σημαία με τον Eddie ως William Wallace στο παιδικό μου δωμάτιο. Μια τέτοια αφίσα δέσποζε τώρα στο σκηνικό πίσω από το συγκρότημα.
Η σημαία που έλεγαΑκριβώς έτσι λειτούργησε για μένα η συναυλία των Maiden. Κάθε τραγούδι, κάθε νότα, ήταν για μένα και μία επιστροφή σε κάποια αγαπημένη ανάμνηση. Στην σχολική εκδρομή στη Ζάκυνθο, στο ‘Afraid to shoot strangers’ (κι ας μην το είπανε) που τραγουδάγαμε στο σχολικό, στο ‘Trooper’ που το είχανε παίξει μέχρι και οι Dream Theater σε εκείνη την ημέρα του Rockwave που οι Maiden δεν ήρθαν ποτέ επειδή είχε χτυπήσει ο Smith. Όταν ήχησαν οι πρώτες νότες του ‘Trooper’ την Παρασκευή, έβλεπες ότι ο καθένας, επέστρεφε στο δικό του αγαπημένο σημείο ταύτισης. Κάποιοι μικρότεροι, ίσως να δημιουργούσαν εκείνη τη στιγμή αυτά τα σημεία.
To ‘Flight of Icarus’ με το εντυπωσιακό εφέ του Ίκαρου που στο τέλος κάηκε ήταν μια από τις εκπλήξεις της περιοδείας, πριν ακολουθήσει η δυνατή και ιστορική τριάδα ‘Fear of the dark’, ‘The number of the beast’ και ‘Iron Maiden’, τα οποία απλά είναι αδύνατον να βαρεθείς να τα ακούς ζωντανά, από την φωνή του Dickinson η οποία παραμένει εντυπωσιακή παρά τα 60 του χρόνια και τον έναν καρκίνο που κατάφερε να ξεπεράσει. Όπως αναμενόταν, στην τριάδα αυτή έγινε ο κακός χαμός, με φωτοβολίδες, τραγούδι και σπρωξίματα και κάπως έτσι φτάσαμε στον πρώτο αποχαιρετισμό, πριν το -σχεδόν άμεσο- encore, που περιελάμβανε το ‘The evil that men do’, τον ύμνο ‘Hallowed be thy name’ και το κλείσιμο με το ‘Run to the hills’.
Όπως κατάλαβες, ήταν ένα set list best-of της μπάντας, βγαλμένο από τα όνειρα των πιο πιστών οπαδών της, μια από τις καλύτερες συναυλίες των Iron Maiden, τόσο από άποψη κομματιών, όσο και άποψη εμφάνισης, show, σκηνικών και έντασης του κοινού. Μια συναυλία που την οφείλαμε στους νεότερους εαυτούς μας και μια ιδανική ένταξη στο σύμπαν μιας τεράστιας και διαχρονικά καλοκουρδισμένης μπάντας για όσους τους έβλεπαν πρώτη φορά. Και μόνο οι εικόνες από τα σχολικά χρόνια που με πλημμύρισαν, έκαναν τις 2,5 ώρες που κάναμε για να φτάσουμε στην Μαλακάσα να αξίζουν, αφού το πρώτο ταξίδι ήταν πιο σημαντικό. Είναι ωραίο να βλέπεις ότι τα πράγματα που κάποτε αγάπησες, παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο.
Όπως και την τελευταία φορά που τους είχα δει, έτσι και την Παρασκευή, ο Dickinson τραγούδησε για λίγο το ‘Alexander the Great’, το οποίο προφανέστατα ο άνθρωπος δεν το θυμάται, αλλά ευτυχώς για όλους, σταμάτησε γρήγορα και αποφύγαμε τις γραφικότητες που θα ακολουθούσαν. Ήταν μια ωραία βραδιά, βγαλμένη από το παρελθόν, που μας άφησε όλους συγκινημένους, ταλαιπωρημένους αλλά χαμογελαστούς.