It has been 43 years since the release of Iron Maiden's first, self-titled album and as the Fantastic Literature Club of Karditsa we couldn't help but pay a small tribute to the band's history.

Ως γνωστόν, όλα αυτά τα χρόνια της δισκογραφικής πορείας των Iron Maiden, δεν είναι λίγες οι φορές που η λογοτεχνία του Φανταστικού (και όχι μόνο!) αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλά από τα τραγούδια τους. Έτσι λοιπόν, ο Γιώργος Κλάγκος, συγγραφέας και συνεργάτης της ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.Κ, έγραψε το φανταστικό διήγημα «Παράξενος Κόσμος», επηρεασμένο από το σύμπαν που οι Iron Maiden δημιούργησαν με τα τραγούδια τους όλα αυτά τα χρόνια. Ελπίζουμε, όλοι εσείς, οι φίλοι του IRON MAIDEN The Greek F.C. να το απολαύσετε. Αποτελεί ένα μικρό δώρο από όλους εμάς προς το μεγαλύτερο συγκρότημα που πέρασε από την ιστορία του heavy metal!

UP THE IRONS! 

Θανάσης Ν. Λάμπρου

Ιδρυτής & Υπεύθυνος ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ.Κ


There's got to be

Just more to it than this

Οr tell me, why do we exist?

“Infinite Dreams”- Iron Maiden

Κοίταξε από το μάτι της εξώπορτας τον γείτονα. Την στιγμή που ετοιμαζόταν να βγει, είχε ακούσει τον ανελκυστήρα να σταματάει στον όροφο και είχε αναβάλλει την έξοδο του. Δεν είχε όρεξη να μιλήσει σε κανέναν, πόσο μάλλον σε αυτόν τον μαλάκα. Πάντοτε ήταν αγέλαστος, λιγομίλητος και όσες φορές είχαν διασταυρωθεί οι δρόμοι τους έδειχνε να δυσανασχετεί με την παρουσία του.

Επέστρεψε στο καθιστικό και κοίταξε γύρω του. Ο χώρος χρειαζόταν επειγόντως ένα καλό καθάρισμα, δεν του άρεσε η ακαταστασία. Για την ακρίβεια δεν του άρεσε απολύτως τίποτα. Το σπίτι, η ζωή του, ο ίδιος του ο εαυτός. Ήταν όμως αργά για να αλλάξει πλέον οτιδήποτε, δεν έτρεφε αυταπάτες. Στο στήθος του παλλόταν ένα κομμάτι μαύρου, αιχμηρού πάγου. Με κάθε χτύπο έσκιζε το πετσί του από το εσωτερικό, πληγώνοντας περισσότερο τον ίδιο παρά τους άλλους.

Όταν βγήκε στον δρόμο, το μετάνιωσε την ίδια στιγμή. Η μέρα ήταν ψυχρή και ο αέρας τόσο συμπαγής που θα μπορούσε να τον κόψει με την φαλτσέτα που κουβαλούσε στην κωλότσεπη. Εύκολα σαν να ήταν σάρκα, με μια απότομη κίνηση, μια στιγμιαία λάμψη της λεπίδας στο ημίφως. Η υγρασία τον περόνιαζε μέχρι το κόκκαλο και ανυπομονούσε να τελειώσει με τις καθημερινές του υποχρεώσεις προκειμένου να χωθεί στο στέκι του. Την νύχτα θα πήγαινε για δουλειά και χρειαζόταν μερικά ποτά για να έρθει στα ίσια του.

Το “Transylvania” ήταν μια τρύπα που φιλοξενούσε όλους τους αλλόκοτους κατεστραμμένους της περιοχής. Εκείνους που έχωναν τα πρόσωπα τους στην άμμο για να κρυφτούν από τον κόσμο. Συνήθως απλώνονταν στους λιγδιασμένους πάγκους που έζεχναν ξινισμένη μπύρα γι’ αυτό και καθόταν σχεδόν πάντοτε στην μπάρα. Ειδικά όταν δούλευε η Σάρλοτ που φρόντιζε να κρατάει το ποτήρι του γεμάτο ακόμα και τις μέρες που δεν είχε πολλά χρήματα. Εκτός αυτού, διέθετε βαθύ ντεκολτέ και μακράν τα καλύτερα οπίσθια από καταβολής κόσμου. Ο κόσμος του δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος οπότε δεν υπήρχε σοβαρός ανταγωνισμός. Μια φορά που είχε επιχειρήσει να την σαγηνεύσει, να την πείσει για κάτι παραπάνω, εκείνη είχε βάλει τα γέλια.

«Έλα Έντουαρντ, σοβαρέψου. Σκέφτεσαι τέτοια πράγματα για μένα, αν είναι δυνατόν! Eίμαστε καλά φιλαράκια γιατί να το χαλάσουμε τώρα; »

«Εντάξει, πάντως να ξέρεις ότι είμαι έτοιμος για αλλαγές στην ζωή μου» της είχε απαντήσει κομπιάζοντας  από την σούρα.

«Χαίρομαι που είσαι έτοιμος, είναι δείγμα οπτιμισμού και θετικής προσέγγισης της ζωής. Εγώ από την άλλη είμαι κολλημένη πίσω από μια μπάρα μετρώντας κάθε μέρα τα κεφάλια που περνούν από μπροστά μου. Το δικό σου είναι ένα από τα αγαπημένα μου κι έτσι θέλω να παραμείνει». Ο ιδιοκτήτης του μπαρ είχε στήσει αυτί καθώς μάζευε ποτήρια και πετάχτηκε στην συζήτηση.

«Ακριβώς Εdhead, είσαι ο αγαπημένος μας. Ο Έντι το Κεφάλι». Έτσι του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι και με τον καιρό όλοι τον φώναζαν Έντι.

Η τελευταία του επίσκεψη ήταν την ημέρα των γενεθλίων του. Είχαν περισσέψει κάποια χρήματα από την τελευταία μπούκα οπότε είχε αποφασίσει να ξεδώσει πίνοντας παραπάνω. Δεν είχε μιλήσει σε άνθρωπο ολόκληρη την ημέρα και ανυπομονούσε να βρει τους γνωστούς του. Η Σάρλοτ όμως είχε ρεπό και ο κόσμος εκείνο το βράδυ ήταν λιγοστός. Δεν ήξερε κανέναν κι έτσι κάθισε σε μια γωνιά πίνοντας μόνος. Όταν πήγε για ανεφοδιασμό, αποφάσισε να παίξει τα ρέστα του σε έναν από τους τρεις κουλοχέρηδες. “The Number Of The Beast” έγραφε ο πρώτος που πλησίασε. Χωρίς σκέψη έριξε τα κέρματα του στην σχισμή. Μετά από λίγες άκαρπες προσπάθειες του έμενε μια τελευταία ευκαιρία. Τράβηξε τον μοχλό και τρία εξάρια σταμάτησαν το ένα πλάι στο άλλο, απόλυτα ευθυγραμμισμένα. 6/6/6 που άναψαν ενώ το τέταρτο σλοτ γύριζε ακόμα. Όταν εμφανίστηκε πλάι τους το κεφάλι ενός διαβόλου, άρχισαν να αναβοσβήνουν και ακούστηκε ένα σατανικό γέλιο. Το ποσό άρχισε να ανεβαίνει μέχρι που σταμάτησε στο τριανταπλάσιο περίπου από αυτό που είχε ποντάρει. Λιγότερο από αυτό που περίμενε, καλύτερο όμως από το τίποτα. Μάζεψε τα κέρματα και τα μετέτρεψε σε χαρτονομίσματα. Θα έπινε στην υγειά του Θηρίου, ήταν μάλλον ο μοναδικός του φίλος εκείνη την βραδιά.

Οι σιγανές κουβέντες αναδεύονταν σαν υπνωτιστική αχλή πάνω από τα κεφάλια των θαμώνων. Θυμήθηκε τα παιδικά του γενέθλια κι εκείνα της εφηβείας αλλά έπνιξε τις ενοχλητικές αναμνήσεις στο ποτήρι του, τις έθαψε όσο μπορούσε πιο βαθιά. Κάποια στιγμή σηκώθηκε τρεκλίζοντας και πήγε στο “κλουβί”, το μικρό καπνιστήριο που συνωστίζονταν όσοι ήθελαν να καπνίσουν. Άναψε τσιγάρο και κοίταξε από ένα παραθυράκι τον άδειο δρόμο. Ήταν καθημερινή και στην οδό Ακακίας δεν κυκλοφορούσε σχεδόν τίποτα.

«Συγγνώμη, μήπως σου βρίσκεται φωτιά;» Δεν την είχε ξαναδεί.

«Φυσικά, εδώ είναι» της απάντησε βγάζοντας τον αναπτήρα του. Αυτή έσκυψε για να ανάψει το τσιγάρο της, ακουμπώντας με τα χέρια της το δικό του. Έδειχνε αρκετά μεθυσμένη.

«Ευχαριστώ, έχεις διάθεση για κουβέντα;» Tης έδειξε το άδειο σκαμπό δίπλα του κι εκείνη κάθισε χαμογελώντας στραβά. Δεν ήταν άσχημη, όλα βρίσκονταν στα σωστά σημεία εκτός από τα γαλάζια μάτια της. Αλληθώριζε ελαφρά, θυμίζοντάς του μια γάτα που είχε μικρός. Την έλεγαν Μαίρη. Η συζήτηση τους ήταν περί ανέμων και υδάτων, η κοινοτοπία έδινε κι έπαιρνε. Σηκώθηκε όρθιος και της πρότεινε να συνεχίσουν στο τραπέζι του.

«Τι πίνεις;» την ρώτησε καθώς πήγαινε προς το μπαρ.

«Τα πάντα, αγάπη μου» του απάντησε γελώντας βραχνά.

Επέστρεψε με δύο μπουκάλια “Τrooper” και τσούγκρισαν. Εκείνη στριμώχτηκε κοντά του, τρίβοντας το βαρύ στήθος της επάνω του. Δεν ήταν παρά δυο ναυάγια μιας ξοδεμένης, άσκοπης ζωής. Αγκυροβολημένα σε έναν μόλο από τον οποίο δεν είχαν σαλπάρει ποτέ. Τα αλλήθωρα μάτια της δεν ήταν φτιαγμένα για να ατενίζουν μακρινούς ορίζοντες. Η δική του όμως δικαιολογία ποια ήταν;

«Ξέρεις, σήμερα είναι τα γενέθλιά μου». Είχε ανάγκη να το πει σε κάποιον.

«Ωωωω, χρόνια πολλά, Έντι» είπε πριν τον φιλήσει στο στόμα. Η ανάσα της μύριζε μπύρα και τσιγάρο.

«Πόσο έγινες λοιπόν;» Την κοίταξε ξαφνιασμένος. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ούτε ο ίδιος πόσα ήταν τα χαμένα χρόνια μέχρι εκείνη την στιγμή. Αισθάνθηκε ότι πνιγόταν.

«Συγγνώμη Μαίρη, πρέπει να πάω μια στιγμή στην τουαλέτα. Έρχομαι αμέσως».

«Εντάξει, μην αργήσεις!» την άκουσε να χαζογελάει πίσω του.

Κλείστηκε στην τουαλέτα και άδειασε τα σωθικά του στην λεκάνη. Έμεινε για λίγο σκυμμένος κοιτάζοντας τα λευκά πλακάκια του τοίχου. Μια σκληρή, μαύρη τρίχα στεκόταν κολλημένη στην γλίτσα. Κάποιος είχε ζωγραφίσει ένα βελάκι από πάνω της υποδεικνύοντας την προέλευσή της: Ψωλότριχα. Πόσο ταλέντο πήγαινε στράφι στις τουαλέτες.

Πολλοί άλλοι είχαν γράψει με ανορθόγραφες καλλικατζούρες βρισιές και βαθυστόχαστα αποφθέγματα. Mόνο οι καλί παιθένουν νέοι διάβασε σε μια γωνιά. Το μόνο που ήξερε ήταν πως από την στιγμή της γέννησης σου πεθαίνεις καθημερινά, βιώνοντας χιλιάδες μικρούς θανάτους σε αυτόν τον όμορφο και θαυμαστό, καινούριο κόσμο. Όταν φτάσει το πλήρωμα του χρόνου χάνεσαι για πάντα στα κατάστιχα της λήθης, ένα όνομα ακόμα στo βιβλίο των νεκρών. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του αποφεύγοντας να κοιτάξει τον καθρέφτη. Ξέπλυνε το στόμα του κι έφτυσε στον νιπτήρα. Ο κόσμος περιστρεφόταν ακόμα σαν ρουλέτα γύρω του μέχρι που η μπίλια σταμάτησε στην πόρτα. Τρέκλισε προς τα εκεί και πριν την ανοίξει πρόλαβε να διαβάσει μια τελευταία υπενθύμιση ή προειδοποίηση γραμμένη με κόκκινο μαρκαδόρο. Θυμήσου Το Αύριο. Αυτό ακριβώς φοβόταν, τις μνήμες του χθες, τα λευκά ψέματα του αύριο, την μιζέρια του σήμερα.

Βγήκε έξω κλείνοντας την πόρτα πίσω του αθόρυβα. Η Μαίρη είχε τελειώσει την μπύρα της και ρούφαγε μεγάλες γουλιές από το δικό του μπουκάλι. Προχώρησε με φυσιολογικό ρυθμό προς την έξοδο ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω του. Ήταν απασχολημένη και δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό. Χάθηκε ανακουφισμένος στο σκοτάδι, ο παράδεισος μπορούσε να περιμένει. Ναι, ήταν πάντοτε τόσο καλά στο “Transylvania”.

Αφού πλήρωσε τους λογαριασμούς μπήκε στο σούπερ μάρκετ. Το συγκεκριμένο είχε ένα μεγάλο τμήμα με εργαλεία και χάζεψε για αρκετή ώρα. Είχε μεγαλώσει στο σπίτι του πατριού του, στα περίχωρα της πόλης. Σε ένα παλιό, άτεχνο κατασκεύασμα που χρειαζόταν συνεχώς επισκευές. Τον βοηθούσε συχνά και κατά έναν παράξενο τρόπο, τα εργαλεία του θύμιζαν πάντοτε εκείνον. Ήταν ο μοναδικός πατέρας που είχε γνωρίσει και ήξερε ότι κι αυτός τον είχε αγαπήσει παρά τον δύσκολο χαρακτήρα του. Όσο μπορούσε να αγαπήσει κανείς ένα θυμωμένο παιδί που στην πορεία είχε μεταλλαχθεί σε έναν κυνικό, αδιάφορο ενήλικα. Το σπίτι που σκόπευε να ανοίξει εκείνη την νύχτα, βρισκόταν σε σχετικά κοντινή απόσταση από το συγκεκριμένο. Μπορεί περνώντας να σταματούσε απέξω για ένα τσιγάρο στα κλεφτά. Αυτό έκανε όταν ήταν μικρός κι επέστρεφε από βραδινή βόλτα με τους φίλους του. Μόνο που κανένας δεν βρισκόταν πια εκεί για να τον περιμένει.

Χαμένος όπως ήταν στις σκέψεις του, δεν είχε προσέξει τον παππού. Στεκόταν μπροστά σε ένα ψυγείο με κατεψυγμένα λαχανικά και τον κοιτούσε επίμονα. Ήταν ψηλός, αδύνατος με μια βαθιά αυλακιά στο πηγούνι. Στηριζόταν σε ένα παλιό μπαστούνι, από αυτά που έδιναν τιμής ένεκεν στους βετεράνους του πολέμου. Ξεχώριζαν γιατί είχαν κοντά στην λαβή μια μεταλλική επιφάνεια όπου συνήθως ο διοικητής της μονάδας που ανήκαν, τους ευχαριστούσε εκ μέρους της πατρίδας για τις υπηρεσίες τους. Ένα τέτοιο μπαστούνι ήταν εισιτήριο για το σπίτι, σήμαινε πως ο πόλεμος είχε τελειώσει για σένα. Μόνο που συνοδευόταν από κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη που θα σε εμπόδιζε να ζήσεις φυσιολογικά για το υπόλοιπο της ζωής σου.

Είχε αδυναμία στους μεγαλύτερους ανθρώπους και τον χαιρέτησε. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και σχημάτισε με τα χείλη του σιωπηλά την λέξη Ευχαριστώ. Έπειτα του γύρισε την πλάτη και έσυρε με δυσκολία τα βήματα του. Ο Έντι τον παρακολούθησε να χάνεται αργά στον διάδρομο των ζυμαρικών. Είχε υποθέσει πως το μπαστούνι δεν ήταν δικό του. Καθώς τον κοίταζε όμως δεν ήταν πια και τόσο σίγουρος, φαινόταν πολύ μεγάλος. Ζούμε σε έναν μοναχικό, παράξενο κόσμο. Αποφάσισε να πάρει μερικές μπύρες για να τις πιεί στο σπίτι. Αγόρασε και μια μπουκάλα κόκκινο κρασί για να το κατεβάσει μετά την δουλειά. Είχε ένταση όποτε επέστρεφε και η νύχτα θα ήταν υγρή και παγωμένη. Δεν είχε πια καμία διάθεση να πάει στο “Transylvania”.

Αρκετές ώρες αργότερα πέρασε από τον Μπρους για να δανειστεί το αυτοκίνητο του. Είχε σκαρώσει ένα παραμύθι, ότι πήγαινε μια στο τόσο κάπου έξω από την πόλη για να κάνει τον νυχτοφύλακα. Δεν υπήρχε περίπτωση να του το δώσει αλλιώς. Τον κερνούσε μερικά ποτά και δεν είχε κανένα πρόβλημα. Όταν του χτύπησε το κουδούνι περίμενε αρκετή ώρα μέχρι να του ανοίξει.

«Τι έγινε, τράκαρες με κανένα φορτηγό;» Το πρόσωπο του ήταν σε κακά χάλια.

«Χειρότερα ακόμα τράκαρα με τον αδελφό μου». Ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά όμως  φαινόταν πως είχε ξεφύγει η κατάσταση. Μπαίνοντας στο σπίτι είχε μια αίσθηση déjà vu, ήταν στα ίδια χάλια με το δικό του. Ο Μπρους είχε ένα αρχαίο Playstation συνδεδεμένο στην τηλεόραση και είχε διακόψει το παιχνίδι. Έπιασε το χειριστήριο και συνέχισε από το σημείο που είχε σταματήσει. Ξάπλωσε κι εκείνος στον καναπέ περιμένοντας την συνέχεια.

«Που λες, είχα πάει στο πατρικό και ο Πωλ έλειπε. Μπήκα στο δωμάτιο του γιατί ήξερα που έκρυβε το χόρτο. Ποτέ δεν παίρνει χαμπάρι γιατί σουφρώνω κάθε φορά μόνο κάνα δυο τσιγάρα. Εκεί λοιπόν ήταν παρατημένο και το Gameboy του μαζί με μερικά παιχνίδια. Είπα να το δανειστώ, δεν θα είχε πρόβλημα γιατί κι εγώ του έδινα το Playstation. Το έφερα λοιπόν εδώ κι έσκασε αργότερα ο Στηβ για να μου φέρει κάτι τριπάκια που του είχα ζητήσει. Όταν το είδε άρχισε να το ζαχαρώνει, είχε ένα παρόμοιο μικρός. Ε και τελικά με έψησε».

«Τι εννοείς; Πως σε έψησε δηλαδή;» Ήταν περίεργος να ακούσει πως θα τελείωνε η ιστορία.

«Μου άφησε ένα τριπάκι παραπάνω και του το έδωσα. Όταν με πήρε τηλέφωνο ο Πωλ για να μου το ζητήσει του το είπα. Ε, και μετά πέρασε από δω».

«Είναι ώρα να πηγαίνω γιατί θα καθυστερήσω. Που έχεις τα κλειδιά;» Δεν είχε σκοπό να ακούσει περισσότερα.

«Στο τραπέζι. Μην ξεχάσεις να μου βάλεις βενζίνη πριν το φέρεις».

«Εντάξει Μπρους, καληνύχτα». Τον άφησε κολλημένο μπροστά στην οθόνη κι έφυγε. Θα μπορούσε να είναι διασκεδαστικό όλο αυτό αν και τα δυο αδέλφια δεν ήταν πάνω από σαράντα.

Πάρκαρε σε ένα σκοτεινό αδιέξοδο για να αλλάξει με την ησυχία του τις πινακίδες του Μπρους με άλλες, κλεμμένες. Είχε τελειώσει κι ετοιμαζόταν να ξαναμπεί στο αυτοκίνητο όταν άκουσε μια φωνή πίσω του.

«Τι ομάδα είσαι;» Γύρισε αργά και είδε δύο τύπους να του φράζουν την έξοδο. Είχαν την κλασική εμφάνιση πολεμιστών του σαββατοκύριακου με όλα τα παρεμφερή αξεσουάρ. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως το έπαιζαν αλάνια όταν τα ρούχα τους κόστιζαν ένα μηνιάτικο.

«Δεν ασχολούμαι με αυτά μάγκες, δεν με ενδιαφέρουν». Προχώρησε λίγα βήματα προς το μέρος τους για να τους δει καλύτερα. Τα χαρακτηριστικά τους διαγράφονταν σκληρά κάτω από την κιτρινωπή λάμψη μιας λάμπας του δρόμου. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει ακανόνιστα, ανήσυχα. Αυτοί δεν ήταν πιτσιρικάδες που έκαναν τα κοκοράκια.

«Εγώ λέω πως είσαι από τους άλλους και καλά θα κάνεις να μας δώσεις ό,τι έχεις επάνω σου. Αν θες να φύγεις από εδώ». Αυτός που μίλησε ήταν κοντός και συμπαγής. Ο φίλος του ήταν ψηλότερος, ξερακιανός με άχρωμα χαρακτηριστικά. Είχε ήδη χωθεί βαθύτερα μέσα στο στενό, για να τον προλάβει σε περίπτωση που αποφάσιζε να τρέξει προς το αυτοκίνητο. Δεν υπήρχαν επιλογές.

«Δεν έχω πολλά αλλά αν τα χρειάζεστε τόσο πολύ, ευχαρίστως να σας τα δώσω». Η φωνή του τρεμούλιασε ελαφρά. Τα αρπακτικά μυρίστηκαν την αδυναμία στον αέρα. Τον είχαν στριμώξει σαν το ποντίκι σε μια γωνιά του δρόμου. Σε ένα μέρος όπου ακόμα κι αν φώναζε βοήθεια, κανένας δεν θα έδινε σημασία. Ο κοντός στάθηκε μπροστά του και του έριξε ένα χαστούκι τόσο δυνατό που παραλίγο να χάσει την ισορροπία του. Αισθάνθηκε την μεταλλική γεύση αίματος στο στόμα του. Τραβήχτηκε λίγο πιο πίσω, όχι όμως τόσο ώστε να βάλει και τον ψηλό στο παιχνίδι.

«Δώσε μας τα λεφτά σου και τα κλειδιά του αυτοκινήτου αλλιώς θα τα πάρουμε μόνοι μας» ούρλιαξε ο κοντός με έναν τόνο που ξύπνησε κάτι κοιμισμένο μέσα του. Αισθάνθηκε μια μαύρη σκιά να σκεπάζει την ψυχή του, την ψυχρή της ανάσα να του παγώνει τα κόκκαλα.

Το είχαν παρακάνει.

«Εντάξει, εντάξει. Περίμενε ένα λεπτό να τα βγάλω» είπε ξεψυχισμένα. Το χέρι του πήγε προς τα πίσω κι ο άλλος του το άρπαξε εξαγριωμένος.

«Τι κάνεις ρε πούστη;» φώναξε. Τον έσφιγγε δυνατά. Ο ψηλός άρχισε να κινείται νευρικά προς το μέρος του. Πρόσεξε ότι κρατούσε ένα ξύλο.

«Ηρέμησε φιλαράκο, τα κλειδιά βγάζω» του απάντησε λαχανιασμένος. Την στιγμή που χαλάρωσε την λαβή του, ο Έντι του έριξε με φόρα μια δυνατή κουτουλιά στην ράχη της μύτης. Πριν προλάβει να συνέλθει, τον κλώτσησε στο γόνατο με όλη του τη δύναμη. Ακούστηκε ένας ξερός ήχος και σωριάστηκε κάτω σαν το κούτσουρο. Τράβηξε από την πίσω τσέπη το ξυράφι και γύρισε προς τον ψηλό. Δεν το περίμεναν αυτό.

«Εσύ κι εγώ τώρα» του είπε. Τα πράγματα είχαν αλλάξει κι ο άλλος υποχωρούσε αργά προς την έξοδο. Όταν έτρεξε καταπάνω του, το έβαλε στα πόδια. Εξαφανίστηκε στον δρόμο καλπάζοντας σαν να μην υπήρχε αύριο. Ο Έντι πλησίασε τον κοντό που σφάδαζε ακόμα στο έδαφος. Τον κλώτσησε σαν να ήταν σακί και πρόσεξε ότι δίπλα του ήταν πεσμένο ένα ανοιχτό στιλέτο.

«Αν δεν είσαι γρήγορος, είσαι νεκρός». Κλώτσησε το μαχαίρι μακριά. Ο κοντός δεν μιλούσε καθόλου. Από την μύτη του έτρεχε αίμα και το πόδι του έδειχνε άσχημα στραπατσαρισμένο. Του έριξε ένα δυνατό χαστούκι και του πίεσε το ξυράφι στον λαιμό. Ο κοντός έτρεμε, ήξερε πως πήγαιναν αυτά τα πράγματα.

«Αυτό για να μην στο χρωστάω. Θα έπρεπε να σε σφάξω αλλά δεν θα το κάνω, όχι αυτή τη φορά. Ξέρεις γιατί; Αφενός για να μην λερώσω το μπουφανάκι σου». Χαμογέλασε και συνέχισε: «Αφετέρου γιατί δεν είναι όλοι χαμούρες όπως εσείς. Ο χέστης φίλος σου είναι μεγάλος σπρίντερ. Πώς το λέτε; Αυτά τα χρώματα δεν τρέχουν. Πάω στοίχημα ότι όταν δεν είστε πολλοί εναντίον ενός, εξαφανίζεστε τρέχοντας σαν τις κότες». Ανασηκώθηκε αργά και έβαλε το ξυράφι στην κωλοτσέπη. Το στόμα του είχε ακόμα κακή γεύση. Μπήκε στο αμάξι και έκανε όπισθεν περνώντας ξυστά από τον κοντό που είχε γίνει κουβάρι. Βγήκε στον δρόμο και πάτησε γκάζι. Μετά απ’ όλα αυτά αισθανόταν αηδία, θα μπορούσε να είναι εκείνος πεσμένος στο στενό. Παρά το ψιλόβροχο άνοιξε διάπλατα το παράθυρο. Έπρεπε να ηρεμήσει, είχε μια δουλειά να κάνει.

Δεν είχε υψηλές προσδοκίες μπαίνοντας στο απομονωμένο σπίτι ούτε περίμενε πως θα ανακάλυπτε το Ελ Ντοράντο. Αλλά δεν ήταν προετοιμασμένος για τόση ανέχεια. Τίποτα δεν άξιζε τον κόπο να κλέψει κανείς. Ήταν ένα φτωχό νοικοκυριό και υπήρχαν μόνο παλιατζούρες. Η τηλεόραση ήταν παμπάλαια, η κουζίνα προϊστορική και στα ντουλάπια υπήρχαν λίγα φθαρμένα εμαγιέ σκεύη. Συνήθως έβρισκε σε τέτοια μέρη ξεχασμένες αντίκες ή έστω ένα καλό σερβίτσιο. Εκεί υπήρχαν μόνο σωροί λογαριασμών μπροστά στην πόρτα. Κατά τα φαινόμενα το σπίτι είχε εγκαταλειφθεί πολύ καιρό πριν.

Όταν μπήκε στο υπνοδωμάτιο και το φως του φακού έπεσε επάνω στο κρεβάτι τινάχτηκε ακαριαία προς τα πίσω. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν αντιμέτωπος με κάτι τόσο φρικαλέο και συνάμα αηδιαστικό. Στο προσκέφαλο βρισκόταν ακουμπισμένος ο σκελετός μιας γυναίκας. Ήταν μεγάλης ηλικίας κρίνοντας από τα λευκά της μαλλιά. Όσα δηλαδή είχαν απομείνει γαντζωμένα στο κρανίο της από έναν μικρό φλοιό αποξηραμένου δέρματος. Σκέφτηκε πως ένας νεκρός δεν μπορούσε να τον βλάψει, σε αντίθεση με τους ζωντανούς. Άρχισε διστακτικά να ψάχνει αποφεύγοντας να ρίξει την δέσμη του φακού προς την μεριά που βρισκόταν ο σκελετός. Ανοίγοντας μια ντουλάπα έπεσε από μέσα ένα μπαστούνι, το δεύτερο που έβλεπε την ίδια μέρα. Το φώτισε και είδε πως ανήκε σε βετεράνο του Μεγάλου Πολέμου:

Από τον Συνταγματάρχη Μάρεϊ

διοικητή του τρίτου τάγματος του Σώματος Βασιλικών Τυφεκιοφόρων

στον ανθυπολοχαγό Σμιθ

Σεπτέμβριος 1917

Κατασκευάστηκε από την ΜακΜπρέιν & Υιοί

Υπήρχαν ρούχα κι άλλα αντρικά αντικείμενα στις ντουλάπες. Τίποτα όμως που να έχει κάποια αξία. Ψαχουλεύοντας σε ένα συρτάρι, βρήκε το πιστοποιητικό θανάτου του πρώην ανθυπολοχαγού Άντριαν Σμιθ. Είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια. Πλησίασε το κρεβάτι με μια δόση νοσηρής περιέργειας. Στο κομοδίνο υπήρχε ένα μικρό πορτοφόλι που περιείχε λίγα κέρματα και ένα μονόπετρο δαχτυλίδι. Έκανε να το πάρει αλλά αισθάνθηκε ντροπή και μόνο στην σκέψη. Κάθισε σε μια καρέκλα και κοίταξε το μουμιοποιημένο σώμα. Δεν ήταν ειδικός αλλά πρέπει να ήταν αρκετό καιρό νεκρή. Ποια να ήταν άραγε και πως είχε καταλήξει να κείτεται εκεί, μόνη και ξεχασμένη; Όλοι ξεκινούν την ζωή ανίδεοι κι αφελείς, δεν έχουν ιδέα για το τι πρόκειται να τους συμβεί. Το πρόσωπο της μοίρας είναι βάναυσο τις περισσότερες φορές. Πώς να έβλεπαν άραγε το ποτήρι τους, μισογεμάτο ή μισοάδειο; Έζησαν ευτυχισμένοι σε αυτό το σπίτι; Ήταν φτωχικό όμως ήταν ολόκληρος ο κόσμος τους.

Ο Έντι έμεινε για ώρα δίπλα στην σορό. Δεν υπήρχε τίποτα για εκείνον εκεί εκτός ίσως από μια φευγαλέα ματιά σε αυτό που αναπόφευκτα περίμενε και τον ίδιο. Περπάτησε μέχρι την εξώπορτα κι εκεί σταμάτησε, δεν μπορούσε να φύγει έτσι. Επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο και μπήκε μέσα με κάποιο δισταγμό.

 «Συγγνώμη που ήρθα απρόσκλητος στο σπίτι σου. Είμαι ασυγχώρητος όμως υπάρχει κάτι που θα μπορούσα να κάνω για σένα». Έμεινε για λίγο σιωπηλός προσπαθώντας να αφουγκραστεί κάποια απάντηση στο μυαλό του. Ναι, θα το ήθελε πολύ.

Το σπίτι ήταν αποκομμένο από τα υπόλοιπα και το πιο κοντινό βρισκόταν σε αρκετά μακρινή απόσταση. Πέρα από τον φράχτη στο πίσω μέρος του, υπήρχε μόνο δασική έκταση. Δεν μπορούσε να τον δει κανένας οπότε μπορούσε να δουλέψει με την ησυχία του. Βρήκε ένα ταλαιπωρημένο φτυάρι κι άρχισε να σκάβει το μαλακό χώμα. Ήταν σίγουρος πως τους άρεσε να κάθονται στην πίσω βεράντα του σπιτιού κοιτάζοντας το δάσος. Ήταν όμορφα, αν και λίγο μελαγχολικά. Μετά από είκοσι λεπτά, έκανε διάλειμμα για τσιγάρο. Προχωρούσε γοργά κι ο λάκκος ήταν βαθύς. Παρόλο που ήταν αλαφροΐσκιωτος, δεν ένιωθε φόβο για το σκοτάδι που τον κύκλωνε από παντού.

Όταν τέλειωσε το σκάψιμο, επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα. Έπρεπε να σκεφτεί έναν τρόπο για να μεταφέρει το σώμα της χωρίς να διαλυθεί. Αποφάσισε να την τυλίξει στα σεντόνια και τα παπλώματα που υπήρχαν γύρω της και να την κουβαλήσει μέσα σε αυτά. Ήταν προσεκτικός και δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα. Την στιγμή που ακουμπούσε το μπούγιο στο έδαφος, κάτι έπεσε από το εσωτερικό του. Ήταν η παλιά κορνιζαρισμένη φωτογραφία ενός ζευγαριού. Έριξε το φως του φακού επάνω της. Πρέπει να ήταν εκείνη με τον σύζυγό της, έδειχνε όμορφη κι ανέμελη.

Ο άντρας ήταν μια νεώτερη έκδοση του παππού που είχε συναντήσει στο σούπερ μάρκετ το πρωί. Τα αδρά χαρακτηριστικά και η βαθιά αυλακιά στο πηγούνι δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Στηριζόταν σε ένα μπαστούνι. Αισθάνθηκε σκοτοδίνη, τα πόδια του δεν τον κρατούσαν πλέον. Σωριάστηκε στον σωρό με το χώμα κι έμεινε ακίνητος. Έκλεισε τα μάτια κι ο κόσμος στροβιλίστηκε γύρω του σε μια δίνη άναρχων, αμοντάριστων πλάνων μιας άλλης πραγματικότητας. Αναμνήσεις έρχονταν κατά κύματα στο κεφάλι του με όλη την λιγωτική τους νοσταλγία κι αίσθηση γλυκιάς παραζάλης. Το ζευγάρι στο γαμήλιο ταξίδι του στο Παρίσι, μια καλοκαιρινή παραλία, η επιστροφή του άντρα από τον πόλεμο, το πρώτο τους φιλί, το απογευματινό τους τσάι στην βεράντα. Η ζωή είναι ένα σύνολο στιγμών κι αυτές ήταν ο πραγματικός τους πλούτος, ό,τι πιο όμορφο και πολύτιμο είχαν φυλάξει στην ψυχή τους. Τις δύσκολες και σκοτεινές ώρες τις είχαν κρατήσει για τους ίδιους. Ήταν ο τρόπος τους να πουν ευχαριστώ για μια τελευταία φορά, ένα δώρο από την χώρα του επέκεινα. Υπήρχαν τόσα πράγματα στην ζωή που εκείνος δεν είχε καταφέρει να βιώσει ποτέ κι εκείνοι είχαν θελήσει να τα μοιραστούν μαζί του. Ίσως να μην ήταν τελικά αργά.

Ο Έντι έμεινε για αρκετή ώρα ξαπλωμένος στο χώμα κοιτάζοντας τον συννεφιασμένο ουρανό. Οι νεκροί περιπλανιούνται όχι μόνο στο σκοτάδι αλλά και στο φως του μεσημεριού. Διασχίζουν σκιερά μονοπάτια και ξαποσταίνουν σε ομιχλώδη ξέφωτα αναζητώντας την γαλήνη κι έναν προορισμό. Ακριβώς όπως κάνουν και οι ζωντανοί.

Πριν την κατεβάσει προσεκτικά στον λάκκο, έβαλε ανάμεσα στα σκελετωμένα της δάχτυλα την φωτογραφία και το δαχτυλίδι. Μετά έπιασε το φτυάρι για να τελειώσει αυτό που είχε ξεκινήσει. Αφού έστρωσε το χώμα στάθηκε προσοχή αποχαιρετώντας νοερά και τον ανθυπολοχαγό. Δεν προσευχόταν ποτέ για τους ετοιμοθάνατους ούτε για τους νεκρούς. Αισθάνθηκε όμως πως εκείνη την νύχτα, αυτοί είχαν προσευχηθεί για την δική του ψυχή!

ironmaidenfc.gr